Ο Σταμάτης Κατσάτος με τη γυναίκα του και την κόρη του Φιλίτσα |
Σε ένα προάστιο της Μελβούρνης, στην μακρινή Αυστραλία, ζει σήμερα η Φιλίτσα Λεονάρδου. Έχει καθίσει στον άνετο καναπέ της έτοιμη να ταξιδέψει, νοερά τουλάχιστον, στην Εύβοια, την πατρίδα της. Καθώς στρέφει τα μάτια της στο ταβάνι, η σκέψη της παίρνει το δικό της δρόμο. Στα παιδικά της χρόνια οδηγεί αυτό το μονοπάτι. Ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα.
Ο κυρ-Σταμάτης Κατσάτος, είναι 35 χρόνων. Είναι επιπλοποιός. Ζει στον Αλμυροπόταμο Νότιας Εύβοιας με τη γυναίκα και τα πέντε του παιδιά. Είναι ο πατέρας της Φιλίτσας ο κυρ-Σταμάτης. Οι εποχές είναι ύποπτες. Tο ξέρει, αλλά αρνείται να ενδώσει στις σκοτεινές προβλέψεις που τα μαντάτα γεννούν στο μυαλό του.
Κι όμως οι σκοτεινές προβλέψεις γίνονται πραγματικότητα. «Τα κακά νέα πάντα φθάνουν πιο γρήγορα από τα καλά» λέει η Φιλίτσα. «Ήταν βράδυ όταν μπήκε ο πατέρας μου στο σπίτι. Και δεν είχε καλά νέα. ‘Οι Γερμανοί μπήκαν στη Ελλάδα’ ανακοίνωσε στη μάνα μου’. Τα λόγια του ακολούθησε μία ατέλειωτη σιωπή. Ήταν η σιωπή που φέρνει ο φόβος, η αβεβαιότητα, ο πόλεμος» λέει η Φιλίτσα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός έως ότου ο κυρ-Σταμάτης διαπιστώσει πως ο φόβος με σύμμαχο τη βεβαιότητα του πολέμου θα άλλαζαν την πορεία της δικής του ζωής αλλά και αυτής της οικογένειάς του.
Οι πρώτες δυσκολίες άρχισαν με τη δουλειά του. Οι άνθρωποι δεν χρειαζόταν πλέον έπιπλα. Φαγητό χρειάζονταν να θρέψουν τις οικογένειές τους. Και ο κυρ Σταμάτης το ίδιο χρειαζόταν. Γι’ αυτό παρέα με τους φίλους του, τον Κώστα και τον Άγγελο και το καϊκάκι τους βγήκαν μεσοπέλαγα να το αναζητήσουν στα σπλάχνα του Αιγαίου.
«Ο πατέρας μου κατάφερνε να βάζει φαγητό στο τραπέζι της οικογένειάς του κάθε βράδυ αλλά και στα τραπέζια των συγχωριανών του» λέει η Φιλίτσα.
Αυτό δεν ήταν όμως αρκετό για τον κυρ-Σταμάτη. Δεν τον χρειαζόταν μόνο η οικογένειά του, τον χρειαζόταν και η πατρίδα του.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΣΤΑΜΑΤΗ
Ήταν στα μέσα του 1941 όταν ο κυρ-Σταμάτης αποφάσισε μαζί με τους φίλους του να αλλάξει για χάρη της πατρίδας του το καθιερωμένο δρομολόγιο του καϊκιού του. Μαζί μ’ αυτό θα άλλαζε και τη ζωή δεκάδων στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων μεταξύ αυτών και πολλών Αυστραλών, που εγκλωβισμένοι πλέον στην ηπειρωτική Ελλάδα προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τα χέρια των Γερμανών.
Η Εύβοια λόγω της θέσης της αλλά και της μικρής της απόστασης από την ηπειρωτική Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε σταθμό φυγάδευσης πολλών στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων. Τα μέρη του κυρ-Σταμάτη στη νότια Εύβοια λόγω της μορφολογίας του εδάφους παρέμεναν σχεδόν παρθένα από τη γερμανική μπότα, γεγονός που έκανε την φυγάδευσή τους πιο εύκολη υπόθεση. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό.
Οι στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων φτάνοντας στην Εύβοια και με τη βοήθεια άλλων καϊκιών μπορούσαν να βγουν στο Αιγαίο έως ότου φτάσουν στα παράλια της Σμύρνης ή κάπου στη Μεσόγειο όπου τους περίμεναν πλοία των συμμαχικών δυνάμεων. Ο δρόμος προς την ελευθερία περνούσε από την Εύβοια. Στόχος της απόδρασής τους ήταν συνήθως ο ανεφοδιασμός. Επέστρεφαν με πυρομαχικά και τρόφιμα αλλά και πράκτορες, οι οποίοι με το που έφταναν στην Ελλάδα συνέπρατταν με τις ομάδες της εθνικής αντίστασης.
Η δουλειά του κυρ-Σταμάτη ήταν προκαθορισμένη. «Ο πατέρας μου τους έπαιρνε από κρυφές τοποθεσίες στα παράλια της Βοιωτίας και της Αττικής και τους μετέφερε με το καΐκι του μέσα στη νύχτα στο λιμανάκι της Στύρας. Από εκεί οι στρατιώτες ντύνονταν ως χωρικοί και με γαϊδουράκια για μεταφορικό μέσο διέσχιζαν το νησί για να φτάσουν στα ανατολικά του παράλια όπου τους περίμεναν άλλες βάρκες για να τους οδηγήσουν προς την ελευθερία».
Μεταξύ αυτών που κατάφεραν να γλιτώσουν από το μένος των ναζί χάρη στην αυτοθυσία του κυρ Σταμάτη και των φίλων του ήταν και Αυστραλοί στρατιώτες.
Ο ανθυπασπιστής Boulter, για παράδειγμα, που γεννήθηκε στο Φράνκστον της Βικτώριας, έπεσε στα χέρια των Γερμανών στις 29 Απριλίου του 1941 ενόσω βρισκόταν στην Καλαμάτα. Στη διάρκεια της μεταφοράς του από τις γερμανικές δυνάμεις κατάφερε να δραπετεύσει. Στις 22 Ιουνίου βρισκόταν στα παράλια της Βοιωτίας. Απ’ εκεί ο κυρ-Σταμάτης και η παρέα του τον οδήγησαν σε μοναστήρι της περιοχής. Οι καλόγεροι κανόνισαν με άλλη βάρκα να τον μεταφέρουν στην Σκύρο και απ’ εκεί με τη βοήθεια άλλων ψαράδων έφτασε στη Σμύρνη. Και όλα αυτά χάρη στο δίκτυο των μερικών γενναίων Ευβοιωτών και τον κυρ Σταμάτη.
«Πολλοί Αυστραλοί και Άγγλοι στρατιώτες που κατέληξαν στην Εύβοια αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί και όλα αυτά χάρη στη φιλοξενία και την φροντίδα που γνώρισαν από τους ντόπιους» λέει η Φιλίτσα.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΝΤΟΠΙΟΙ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΙ
Και δεν ήταν μόνο οι στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων που γνώρισαν την ανθρωπιά και την γενναιότητα του κυρ-Σταμάτη και των συγχωριανών του αλλά και οι κατατρεγμένοι Έλληνες εβραϊκής καταγωγής που είτε κατέληξαν στην Εύβοια είτε ζούσαν εκεί. Στα μάτια του κυρ Σταμάτη και των υπόλοιπων κατοίκων, που είδαν τους ναζί να σπέρνουν τον θάνατο, να καταστρέφουν ιερά και όσια, να σκοτώνουν αδιάκριτα πάνω από 60,000 ανθρώπους, οι πράξεις ανθρωπιάς έστω και ριψοκίνδυνες ήταν ίσως η πιο σημαντική απόδειξη ότι παρέμεναν άνθρωποι.
«Ο επίσκοπος της Χαλκίδας και οι ιερείς του νησιού μου δημιούργησαν ένα ολόκληρο κύκλωμα με μοναδικό στόχο να προστατέψουν τους Ελληνοεβραίους κατοίκους αλλά και όσους Εβραίους κατέληξαν στην Εύβοια κατατρεγμένοι από άλλες περιοχές της Ελλάδας» λέει η Φιλίτσα και θυμάται μία ακόμα ιστορία που της είχε πει ο πατέρας της. «Μία οικογένεια δεν κατάφερε να γλιτώσει. Προσπαθούσαν οι άμοιροι να ξεφύγουν από τη ναζιστική μανία αλλά τους έστησαν καρτέρι σε ένα διπλανό χωριό. Τους σκότωσαν όλους εκτός από δύο κοριτσάκια που κατάφεραν να κρυφτούν στους θάμνους. Μία γυναίκα από το χωριό τα βρήκε, τα πήρε σπίτι της και με την βοήθεια του παπά του χωριού τα μεγάλωσε. Πριν από κάμποσα χρόνια το ένα από τα δύο αυτά κορίτσια γυναίκα παντρεμένη πλέον, επισκέφθηκε την Μελβούρνη. Την καλοδεχτήκαμε όλοι στο σύλλογό μας. Δεν μπορείς να φανταστεί!. Τα μάτια της δεν στέρεψαν ούτε στιγμή».
Από το http://neoskosmos.com/ της Μελβούρνης Αυστραλίας