Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Κάποιες σκέψεις για την μεταμνημονιακή εποχή και τις εναλλακτικές πολιτικές

Και μπήκαμε αισίως στο 2014, μια χρονιά σημαντικών σταθμών, με κύριο το πρώτο εξάμηνο μέσα στο οποίο θα διαπραγματευθούμε με τους εταίρους μας, την εποχή μετά την λήξη του μνημονίου. 

Του ΚΩΣΤΑ ΧΑΪΝΑ


Υπάρχουν ακόμη σοβαρά προβλήματα για τη χώρα, αλλά το βασικότερο είναι η εξυπηρέτηση και η αναχρηματοδότηση του χρέους. Κυρίαρχο όμως είναι το πρόβλημα της απασχόλησης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, πρόβλημα που συνδέεται με τη μεταρρύθμιση του Κράτους και που θα αναμετρηθούμε κυρίως με τον εαυτό μας τα επόμενα χρόνια. 

Στο σημερινό μας σημείωμα θα εξετάσουμε τις εναλλακτικές πολιτικές, που έχουν κατατεθεί σήμερα στην ελληνική κοινωνία για τη μεταμνημονιακή εποχή, από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας.


Πριν όμως, ας συνοψίσουμε την κατάσταση των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, για να θυμηθούμε κάποια κρίσιμα μεγέθη. Όλοι γνωρίζουμε ότι η χώρα το 2009 είχε δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου 25 δις. Ήμασταν ήδη σε φάση ύφεσης, αφού αυτή ήταν παρούσα από το 2008. Η χώρα δανειζόταν για να καλύψει βασικές πρωτογενείς δαπάνες. Παρά τις προειδοποιήσεις των εταίρων μας και της ΕΕ, οι Κυβερνήσεις της χώρας έκαναν πως δεν έβλεπαν τον όλεθρο που ερχόταν. Τέλος του 2009 και αρχές του 2010 η χώρα αδυνατεί να δανειστεί από τις αγορές, γιατί τα επιτόκια είχαν γίνει πλέον απαγορευτικά. Και το Μάιο του 2010 η τότε Κυβέρνηση απευθύνεται για βοήθεια στους εταίρους μας, οι οποίοι ανταποκρίνονται –στην αρχή αποσπασματικά, στην συνέχεια πιο οργανωμένα και αποτελεσματικά- με ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης της χώρας συνολικού ύψους 240 δις. ευρώ, το μεγαλύτερο πρόγραμμα που έχει εφαρμοστεί στην παγκόσμια ιστορία, με επιτόκια που στο τέλος κυμάνθηκαν περίπου στο 2%, με “κούρεμα“ 100 δις. ευρώ του ιδιωτικού χρέους(PSI), με επιμήκυνση του μέσου χρόνου λήξης των χρεολυσίων των ομολόγων από 6 στα 15 έτη, με επιστροφή των τόκων που κερδίζουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές Τράπεζες των χωρών που μας δάνεισαν κ.λ.π. Και σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις, ανάλογα με τις επιδόσεις της χώρας στους στόχους της, θα υπάρξει περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο. Υπήρξαν οριζόντιες περικοπές και πολλές αδικίες, γιατί κυρίως οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν στα ελάχιστα. Η χώρα όμως απέφυγε το γκρεμό της ανοικτής χρεοκοπίας, γιατί στην ουσία χρεοκοπήσαμε και το μνημόνια και η τρόικα μάλλον ήταν μονόδρομος, αφού δεν υπήρχαν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της χώρας. Επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, μάλλον θα ήταν καταστροφή, με παρενέργειες όχι μόνο οικονομικές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Άλλο θέμα αν δεν αρέσει σε κάποιους και θέλουν να την αλλοιώνουν για μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Στα τέσσερα αυτά κρίσιμα χρόνια κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η χώρα έκανε κάποια βήματα. Μείωσε δραστικά τις δαπάνες του Κράτους, αύξησε τα φορολογικά του έσοδα, έχει πλέον πρωτογενές πλεόνασμα. Κάποιοι ίσως πλήρωσαν περισσότερα από κάποιους άλλους. Μπορεί να έχει ο καθένας μας τις ενστάσεις του και τις διαφωνίες του σε επιμέρους μέτρα και αποφάσεις, όπως για παράδειγμα στις μεγάλες καθυστερήσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αναπτυξιακής διαδικασίας. Τα περισσότερα όμως οφείλονται στην αδράνεια και στις αντιστάσεις του πελατειακού και ιδιαίτερα του κρατικοδίαιτου συστήματος που καταρρέει, αλλά συνεχίζει να υπάρχει και να ελπίζει έστω κάποια επαναφορά στη πρότερη κατάσταση, οφείλεται στις υπαναχωρήσεις και στις καθυστερήσεις και αρκετές φορές στις λανθασμένες πολιτικές και στα ελλείμματα των Κυβερνήσεων της περιόδου 2009-2014, ιδιαίτερα στη μεταρρύθμιση του Κράτους. Όμως δεν μας φταίει καμιά τρόικα και καμιά ΕΕ για τις δικές μας καθυστερήσεις και τα δικά μας λάθη. Είναι καθαρά δική μας ευθύνη η μεταρρύθμιση του Κράτους, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση, η λειτουργία των θεσμών. Κανένας δεν εμπόδισε να λειτουργήσει η δικαιοσύνη όπως λειτουργεί τους τελευταίους μήνες. Αντίθετα, μάλλον οι παραινέσεις των ευρωπαίων εταίρων μας, και ο καταλογισμός ευθυνών στις κάθε είδους ελίτ της χώρας, βοήθησε τη δικαιοσύνη να κατανοήσει το ρόλο της, που ελπίζουμε να πάει ως το τέλος, σε όλες τις υποθέσεις της ανομίας, των μιζών και του μαύρου χρήματος που εκκρεμούν.

Όμως το χρέος της χώρας παραμένει ακόμη υψηλό, γιατί αυτά τα τέσσερα χρόνια με τα δάνεια που πήραμε πληρώσαμε τους τόκους και αναχρηματοδοτήσαμε τα ομόλογα που έληξαν. Απλά το μεγάλο μέρος των δανείων μας σήμερα είναι προς τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ και ένα μικρό προς τον ιδιωτικό τομέα. Ασφαλώς, οι χώρες που μας έχουν δανείσει θέλουν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Αυτό όμως δεν πρέπει να φροντίζει κάθε υπεύθυνη Κυβέρνηση, οποιασδήποτε χώρας ; Να διεκδικεί τα χρήματα των φορολογουμένων της χώρας της, που έχει δανείσει σε κάποια άλλη χώρα. Οι τελικοί δανειστές μας είναι οι φορολογούμενοι πολίτες αυτών των χωρών και κάθε υπεύθυνη Κυβέρνηση πρέπει να φροντίζει να επιστρέφονται τα δανειζόμενα χρήματα. Επίσης όσο αφορά το “κούρεμα” δεν είναι και πολύ έντιμο να θέλουμε να “ρίξουμε” τους εταίρους μας, ζητώντας συνεχώς “κουρέματα“ των δανείων που εμείς τους ζητήσαμε να μας δώσουν και τη στιγμή μάλιστα που αρκετές απ’ αυτές που μας δάνεισαν είναι φτωχότερες χώρες (π.χ. Σλοβακία, Σλοβενία, Εσθονία). Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με κοινή συναίνεση με τους δανειστές μας, όχι με μονομερείς ενέργειες και αποφάσεις όπως εύκολα ακούγονται από διάφορες πλευρές για μονομερή διαγραφή του χρέους. Και όταν εφαρμόστηκαν αποφάσεις μονομερών διαγραφών χρεών, τα αποτελέσματα ήταν τραγικά για τις χώρες που εφάρμοσαν παρόμοιες πρακτικές. Διεθνής απομόνωση και τεράστιες δυσκολίες επαναφοράς της χώρας αυτής στις διεθνείς αγορές για δανεισμό (Παράδειγμα Αργεντινής).

Αυτή ήταν περίπου η σκληρή διαδρομή που διανύσαμε αυτά τα τέσσερα δύσκολα χρόνια. Καταφέραμε να αποφύγουμε την ανοικτή χρεοκοπία και την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Τα προβλήματα δεν λύθηκαν βέβαια. Πρέπει να μετασχηματίσουμε το Κράτος και να ανορθώσουμε την οικονομία μας. Ίσως από μια άποψη μπορεί η προηγούμενη περίοδος να ήταν πρωτόγνωρων δυσκολιών, αλλά τα επόμενα χρόνια θα είναι χρόνια δύσκολων αποφάσεων, που απαιτούν ευρύτατες συναινέσεις και συνεργασίες και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Χρειάζεται κυρίως εμείς οι πολίτες να συνεννοηθούμε θέτοντας το συλλογικό καλό πάνω από τα προσωπικά μας συμφέροντα. Ας δούμε όμως ποιες επιλογές έχουμε μπροστά μας, εκτός βέβαια της εξόδου από την ευρωζώνη και την ΕΕ την οποία θεωρώ καταστροφική, αλλά και μη αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.

Η πρώτη εναλλακτική είναι της σημερινής δικομματικής Κυβέρνησης, η οποία με την πίεση του μνημονίου και της τρόικας έβαλε σε μια τάξη τα δημόσια οικονομικά (και με την επιμονή Στουρνάρα πρέπει να σημειώσω), όπως δείχνουν τα πράγματα για τα υπόλοιπα ανοικτά θέματα, ιδιαίτερα στο θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να παίζει όσο την παίρνει καθυστερήσεις, γενικά κινείται στο πνεύμα του “βλέποντας και κάνοντας”. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, οδεύει προς τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, έχοντας διασφαλίσει κάποιους θετικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας, προσδοκώντας κάποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις για το χρέος και για το φετινό, αλλά και των επόμενων ετών χρηματοδοτικό κενό, είναι διατεθειμένη ασφαλώς να υπογράψει κάποιες δεσμεύσεις, οι οποίες όμως επιθυμεί να μην αποκαλούνται νέο μνημόνιο. Το ουσιαστικό όμως θέμα δεν είναι αν η νέα συμφωνία θα λέγεται μνημόνιο ή κάπως αλλιώς, αλλά ποιοι θα είναι οι όροι της νέας συμφωνίας και αν η χώρα διασφαλίσει μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, τα πιο σοβαρά προβλήματα για τη χώρα στη μεταμνημονιακή εποχή, είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του Κράτους, η απασχόληση και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, προβλήματα για τα οποία σήμερα υπάρχει μεγάλη φτώχια πολιτικών από τη σημερινή Κυβέρνηση και δεν έχουμε κάποιες χειροπιαστές ενδεικτικές πολιτικές για το τι σκέφτεται να κάνει στο μέλλον.

Η δεύτερη εναλλακτική πολιτική πρόταση είναι του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδικεί να είναι η επόμενη Κυβέρνηση της χώρας. Ας δούμε όμως καλόπιστα και κριτικά τις πολιτικές που έχει εξαγγείλει ότι θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν καλεστεί να ασκήσει Κυβερνητική εξουσία. Κατ’ αρχήν δεν θα μας απασχολήσουν η πανσπερμία των απόψεων των αριστερίστικων μειοψηφιών του, οι οποίες φτάνουν μέχρι και την αποχώρηση από την ΕΕ και το ευρώ. Θα μας απασχολήσουν μόνο τα επίσημα κείμενα και η πολιτική που εκφράζει η ηγεσία του σήμερα, για την διάγνωση της κρίσης και τι προτείνει ως διέξοδο.

Όσον αφορά τα αίτια της κρίσης. Στα επίσημα κείμενα του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουμε: “Στην Ελλάδα επιβάλλονται, με κυρίαρχο τον ρόλο της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή στρατηγική, από την τρόϊκα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σκληρότατα μέτρα…”. “Η Ελλάδα, ως χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της ακραίας αυτής στρατηγικής της Ε.Ε., σε ανάλογη θέση με τις άλλες νότιες χώρες που υφίστανται την ίδια πολιτική…”. “Ζούμε το λεγόμενο «δόγμα του σοκ», που σημαίνει επίθεση τέτοιας έκτασης και κλίμακας ώστε οι αντιστάσεις να φαίνονται ανίσχυρες ή να μην προφταίνουν να εκδηλωθούν. Για τη διατήρηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και της παγκόσμιας κερδοφορίας του επιστρατεύονται ακραία προγράμματα λιτότητας, δραματική συμπίεση και επισφάλεια της εργασίας, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και επιχειρήσεων, καταστροφή μεγάλου μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, ενίσχυση της καταστολής και των έκτακτων εξουσιών…”. (Πολιτική απόφαση συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ).

Το βασικό συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κάθε καλόπιστος αναγνώστης, μελετώντας τις πολιτικές αποφάσεις αυτού του κόμματος, είναι ότι αυτά που γίνονται σήμερα στη χώρα μας, είναι απόρροια των πολιτικών της ΕΕ, της τρόικας, της Μέρκελ κ.λ.π., οι οποίοι επιδιώκουν να μας εξοντώσουν, με κύριο σκοπό να διατηρήσουν την κυριαρχία του κεφαλαίου και της παγκόσμιας κερδοφορίας, όπως λέει η πολιτική απόφαση του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάλυση αυτή συμπυκνώθηκε στην Στρατηγική του μνημονίου, δηλαδή ότι όλα τα δεινά της χώρας, οφείλονται στη δανειακή σύμβαση και στο μνημόνιο που υπέγραψε η χώρα το 2010, και επαναλήφθηκαν στην συνέχεια. Η αλήθεια είναι ότι η αντιμνημονιακή Στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, βοηθούντος αποφασιστικά του κου Σαμαρά μέχρι το 2012, σε γενικές γραμμές πέτυχε να περάσει σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα όσων κοινωνικών στρωμάτων εθίγησαν ιδιαίτερα από τις περικοπές. Για όλα φταίει το μνημόνιο και η τρόικα. Άρα –σύμφωνα με την λογική αυτή- εάν απαλλαγούμε από το μνημόνιο, (π.χ. το σκίσουμε), ή διώξουμε την τρόικα, (όπως είπε ο κος Παπούλιας να δώσουμε μια κλοτσιά στην τρόικα!), ως δια μαγείας θα λυθούν όλα τα προβλήματά μας. Το είπε άλλωστε και ο κος Κουρής, “όποιος αντιστέκεται στην τρόικα συλλαμβάνεται”! Επίσης, η γιγάντωση ανορθολογικών(π.χ οι θεωρίες περί ψεκασμών), εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών αντανακλαστικών σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως και η ισχυροποίηση της πιο γνήσιας και αδιάλλακτης αντιμνημονιακής δύναμης, της εγκληματικής οργάνωσης της “ΧΑ”, συνδέονται άρρηκτα με αυτή τη στείρα και εν πολλοίς απλοϊκή, αντιμνημονιακή Στρατηγική που ακολούθησε αυτό του τμήμα της αριστεράς, που είδε τα ποσοστά του να εκτοξεύονται από το 4% του 2009 στο 27% το 2012. Αν όμως αύριο βρεθεί στη δυσάρεστη(;) θέση να Κυβερνήσει, θα πληρώσει πολύ ακριβά τον άκρατο λαϊκισμό του, όταν θα έχει μπροστά της εκατομμύρια ανθρώπων που θα περιμένουν να σκίσει τα μνημόνια και να τους δώσει τα δισεκατομμύρια που τους έχει υποσχεθεί. Και το θέμα βέβαια δεν είναι αν θα το πληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα είναι να μην το πληρώσει η Χώρα. Ουσιαστικά δηλαδή η εναλλακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται στη θέση μνημόνιο – αντιμνημόνιο, δηλαδή οι πολιτικές που προτείνει έχουν υπόσταση μόνο ως αντι-μνημονιακές πολιτικές. Και αυτή είναι η δυσκολία του, γιατί όταν η χώρα περάσει στη μεταμνημονιακή εποχή, θα έρθουν τα δύσκολα για το ΣΥΡΙΖΑ, γιατί πλέον δεν θα μπορεί να κρυφτεί πίσω από την καραμέλα του αντι-μνημονίου και θα είναι υποχρεωμένος να τοποθετείται στα πραγματικά προβλήματα της χώρας,

Μια νεότερη εκδοχή των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε με ένα πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή ο κος Γιάννης Δραγασάκης ο οποίος τονίζει: “Ασφαλώς οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς και η αντιμετώπισή τους είναι δική μας ευθύνη. Χρειάζεται λοιπόν να τεθεί σε εφαρμογή ένα συνολικό ανορθωτικό πρόγραμμα με βασικούς στόχους τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και του αξιόχρεου του ελληνικού κράτους, την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, τον δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους, την ανακατανομή των βαρών, την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση σε πρώτο χρόνο της ανθρωπιστικής κρίσης”. (Καθημερινή 12-1-2014).

Οι θέσεις αυτές είναι ενθαρρυντικές και ενδεικτικές της ρεαλιστικής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ουσιαστικά ομολογεί τη λανθασμένη διάγνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά τις αιτίες της κρίσης και το άγονο του αντιμνημονιακού αγώνα που τεκμηριώσαμε προηγούμενα, με τις αποφάσεις του Συνεδρίου του. Συμφωνεί δηλαδή ότι, οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς και το μεγάλο βάρος της ανόρθωσης της χώρας πέφτει σε μιας τους ίδιους και όχι σε κάποιους τρίτους, διασφαλίζοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα και του αξιόχρεου του ελληνικού κράτους!!! Και αφού κάνει αυτές τις σωστές διαπιστώσεις, συνεχίζει με ανεδαφικές όμως προτάσεις για την μεταμνημονιακή εποχή: “α) Διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους, β) Μη δανειακή αναπτυξιακή χρηματοδότηση στο αρχικό στάδιο, γ) Ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή εξυπηρέτηση του συμφωνημένου χρέους ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και όχι ανάλογα με το πλεόνασμα. Είναι τα τρία συστατικά του Σχεδίου Μάρσαλ με το οποίο –στο πλαίσιο του τότε Ψυχρού Πολέμου– βοηθήθηκε η Γερμανία το 1953 από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της”.

Δυστυχώς, ο κος Δραγασάκης ενώ έκανε σοβαρά βήματα ρεαλισμού στις εκτιμήσεις του για τα αίτια της κρίσης, με τις προτάσεις αυτές χάνει το ρεαλισμό του, προτείνοντας ανέφικτα πράγματα. Και εξηγούμαι. Η πρώτη πρότασή του περί διαγραφής μέρους του συσσωρευμένου χρέους, έχει νόημα όπως εξήγησα και προηγούμενα και μπορεί να εφαρμοστεί, μόνο με κοινή συναίνεση με τους εταίρους και δανειστές μας και όχι με μονομερείς αποφάσεις. Οι μονομερείς ενέργειες ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι ενδεικτικό. Η δεύτερη πρόταση του μιλάει για χρηματοδότηση της ανάπτυξή μας, χωρίς νέα δάνεια, δηλαδή ζητά από τους εταίρους μας να μας δώσουν δωρεάν χρήματα! Μακάρι να γινόταν αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχουν σήμερα χώρες που δίνουν δωρεάν χρήματα. Και η τρίτη πρότασή του, η ρήτρα ανάπτυξης, ζητά από τους εταίρους μας να εξυπηρετούν το χρέος μας αενάως, έως ότου έχουμε ανάπτυξη και μάλιστα ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και όχι απλά με βάση το πλεόνασμα! Και οι τρεις προτάσεις του κου Δραγασάκη ζητούν ουσιαστικά να μας χαρίσουν –έστω μέρος από- τα δάνειά μας και να μας χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή μας, με χρήματα που δεν θα έχουμε καμιά υποχρέωση να τα επιστρέψουμε. Και κάθε καλόπιστος άνθρωπος αυτής της χώρας αναρωτιέται. Γιατί να τα κάνουν όλα αυτά που ζητά ο κος Δραγασάκης οι ευρωπαίοι ; Γιατί περίπου αυτό έγινε με το Σχέδιο Μάρσαλ το 1953 στη περίπτωση της Γερμανίας, γράφει. Μάλιστα, αλλά κάτι ξεχνάει ο κος Δραγασάκης.

Το 1953 ήταν μια εποχή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Γερμανία ήταν καταστρεμμένη και η άμεση ανάπτυξή της είχε μεγάλη σημασία για την οικονομία των ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια. Και αυτό αποδείχθηκε στην συνέχεια, αφού η μεταπολεμική οικονομία της Γερμανίας, γρήγορα μετατράπηκε στην ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, που ωφέλησε όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά και τις ΗΠΑ. Σήμερα δεν έχουμε πόλεμο, στη χώρα μας έχουν εισρεύσει από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, (δηλαδή από τους ευρωπαίους εταίρους μας, την ΕΕ την οποία κατηγορεί ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ εύκολα), πάνω από 100 δις. ευρώ πλέον των αγροτικών ενισχύσεων. Πως αξιοποιήσαμε αυτούς τους πόρους είναι ένα τεράστιο θέμα και θα άξιζε μια ολοκληρωμένη μελέτη γι αυτό. Η ουσία είναι ότι αυτά που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τελείως ανεδαφικά. Κανένας δεν χαρίζει χρήματα και κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν μπορεί να μας χαρίσει τα χρήματά του. Δεν μας τιμά και εμάς ως Ελλάδα, να απαιτούμε ή να εκβιάζουμε τα χρήματα των ευρωπαίων εργαζομένων και ιδιαίτερα προσβλητικό είναι, όταν αυτό απαιτείται από ένα αριστερό κόμμα. Άλλο η αλληλεγγύη και άλλο τα δανεικά και αγύριστα ή η λογική του “τσαμπατζή”.

Συμπερασματικά, θα έλεγα –εκ των προηγούμενων λεχθέντων βγαίνει αυτό- ότι η μόνη ρεαλιστική τρίτη εναλλακτική πρόταση, για τη μεταμνημονική Ελλάδα, που μπορεί να εφαρμοστεί όμως μόνο με μεγάλες συναινέσεις και με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, από μια δημοκρατική Κυβέρνηση συνεργασίας είναι : α) Η συναινετική διαδικασία με τους εταίρους και δανειστές μας, αναδιάρθρωσης του χρέους μας, με τη μείωση των επιτοκίων και την αύξηση του μέσου χρόνου λήξης των ελληνικών ομολόγων, αλλά και καλοδεχούμενη κάθε συναινετική περικοπή τμήματός του, ώστε να γίνει βιώσιμο, β) Την μεταφορά των 50 δις. ευρώ που δόθηκαν για την Τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση, από το ελληνικό χρέος στον ενιαίο ευρωπαϊκό φορέα τραπεζικής διαχείρισης, ο οποίος να φροντίσει να τα εισπράξει μέσα από τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης των συστημικών Τραπεζών που ανακεφαλαιοποιήθηκαν, γ) Την στήριξη της χρηματοδότησης της χώρας, όταν θα κληθεί να δανειστεί από τις αγορές για την κάλυψη των όποιων χρηματοδοτικών κενών και την αναχρηματοδότηση του χρέους.

Η υπόθεση της αναπτυξιακής διαδικασίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι κυρίως δική μας υπόθεση και κυρίως της ιδιωτικής οικονομίας. Γιατί θέσεις εργασίας μόνο ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να δημιουργήσει. Θα πρέπει όμως να πείσουμε τους επενδυτές (ντόπιους και ξένους), ότι γινόμαστε ένα κανονικό ευρωπαϊκό Κράτος, με μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα βοηθήσουν και θα στηρίξουν την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Με τη διασφάλιση της χρηματοδότησης με ευρωπαϊκά επιτόκια. Με την καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, που και πάλι ξεπερνούν τα 20 δις. ευρώ για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020, που ενώ ξεκίνησε, δυστυχώς ακόμη δεν έχουμε καταθέσει στην ΕΕ τα επιχειρησιακά προγράμματα. Με την ανάδειξη των περιφερειών σε αναπτυξιακούς μοχλούς. Με τη μείωση της γραφειοκρατίας, με τη μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων που επενδύουν, με τη σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, μπορεί να έχει περιθώρια επιτυχίας μόνο αν γίνει πανεθνική υπόθεση. Αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, στον ποιοτικό και εναλλακτικό τουρισμό, στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία. Στην φαρμακευτική βιομηχανία και στις ιατρικές υπηρεσίες οι οποίες έχουν όλες τις προϋποθέσεις να αποκτήσουν εξωστρεφή προσανατολισμό και να αποτελέσουν μαζί με την ανώτατη εκπαίδευση πόλοι συγκέντρωσης πολύτιμου συναλλάγματος για την ευρύτερη περιοχή. Στις εξειδικευμένες υπηρεσίες, στην πληροφορική και στις νέες τεχνολογίες, όπου έχουμε αποδείξει ότι δεν έχουμε να ζηλέψουμε σε τίποτα τους ξένους. Να δώσουμε ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους να επιχειρήσουν, χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια και χωρίς φορολογικά και ασφαλιστικά βαρίδια για τα πρώτα τουλάχιστον τρία χρόνια.

Ιδέες και προτάσεις για το αναπτυξιακό μοντέλο που έχει ανάγκη η χώρα, έχουν κατατεθεί από πολλούς αναλυτές και μελετητές. Εκείνο που χρειάζεται είναι ευθύνη, ευρύτερες συναινέσεις, σταθερός ευρωπαϊκός προσανατολισμός, προτεραιότητα στο συλλογικό συμφέρον της χώρας, γιατί οι κίνδυνοι ενός πισωγυρίσματος δεν έχουν εκλείψει παντελώς. Το ερώτημα είναι τι θα κάνει το νέο πολιτικό σύστημα που θα προκύψει κατά τη μετάβαση στη μεταμνημονιακή εποχή και ποιοι πολιτικοί συσχετισμοί θα διαμορφωθούν. Και κατά πόσο θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις που δημιουργούν τα νέα δεδομένα που περιγράψαμε προηγούμενα. Θα μπορέσει ; Η απάντηση θα εξαρτηθεί βασικά από τις απαντήσεις που θα δώσουν οι ίδιοι οι πολίτες στις εκλογικές αναμετρήσεις που μας περιμένουν μέσα στο 2014.


20-1-2014

Κώστας Χαϊνάς

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...