Τον Δεκέμβριο του 1975, οι μνήμες από την αποκατάσταση της δημοκρατίας ήταν ακόμη νωπές. Σαν εικόνες από ένα φιλμ επικαίρων, σε άσπρο και μαύρο: η πολιτικοποίηση, τα παντελόνια-καμπάνες, τα λουλουδάτα φορέματα, τα ανεμίζοντα μακριά μαλλιά, τα γένια, τα μουστάκια, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, οι τελευταίοι χίπις, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης.
Εκείνο τον Δεκέμβρη, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, γυρνούσε σ’ ένα παλιό ηλεκτρόφωνο -πού στερεοφωνικά!- ένας δίσκος τριάντα τριών στροφών. Είχε τραβηχτεί από έναν υποκίτρινο φάκελο, στο εξώφυλλο του οποίου «έπαιζε» ένα σχέδιο της Αρλέτας: ένα δέντρο με μακριές ρίζες και μακριά κλαδιά, πάνω στα οποία ήταν κρεμασμένα κάτι σαν τάματα, σαν κι αυτά που κρέμαγαν οι ναυτικοί, όταν είχαν επιστρέψει σώοι, μετά από ένα μακρύ ταξίδι.«Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά/ έτσι να ‘μαι/ με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά/ να κοιμάμαι», ακούστηκε το πρώτο τετράστιχο. Ο δίσκος ήταν η «Τρίτη Ανθολογία» του Γιάννη Σπανού. Η φωνή του Κώστα Καράλη, οι στίχοι από το ποίημα «Σπασμένο καράβι» του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984).
Στις δύο πλευρές του χοντρού βινυλίου ανακάλυπτες άλλους ένδεκα ποιητές και ποιήτριες που είχε ντύσει η «στοχαστική» μουσική του γαλλοθρεμμένου συνθέτη και νονού του Νέου Κύματος: τους Μίλτο Σαχτούρη, Κώστα Βάρναλη, Νίκο Καββαδία, Χρήστο Κουλούρη, Νίκο Καρύδη, Μήτσο Λυγίζο, Ηλία Σιμόπουλο, Δημήτρη Δούκαρη, Βύρωνα Λεονταρή, Μαρίνα Λαμπράκη, Λιλή Ιακωβίδη. Η Αρλέτα δεν είχε φιλοτεχνήσει μόνον το εξώφυλλο, ακουγόταν και η θερμή αμεσότητα της φωνής της. ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ